- ἐντάφια
- ἐντάφιοςofneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐνταφιάσας — ἐνταφιά̱σᾱς , ἐνταφιάζω prepare for burial fut part act fem acc pl (doric) ἐνταφιά̱σᾱς , ἐνταφιάζω prepare for burial fut part act fem gen sg (doric) ἐνταφιάσᾱς , ἐνταφιάζω prepare for burial aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνταφιάσαι — ἐνταφιά̱σᾱͅ , ἐνταφιάζω prepare for burial fut part act fem dat sg (doric) ἐνταφιάζω prepare for burial aor inf act ἐνταφιάσαῑ , ἐνταφιάζω prepare for burial aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εντάφιος — α, ο (AM ἐντάφιος, ον) νεοελλ. 1. αυτός που βρίσκεται στον τάφο («όλη μαύρη μυρμηγκιάζει η εντάφια συντροφιά», Σολωμός) 2. αυτός που βρίσκεται κοντά στον τάφο («κατά τα εντάφια χόρτα», Σολωμός) αρχ. μσν. 1. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐντάφιον σάβανο («ὡς … Dictionary of Greek
εντάφιος — α, ο 1. που αναφέρεται στην ταφή (τον ενταφιασμό). 2. που ανήκει στο νεκρό που ενταφιάζεται ή που χρησιμοποιείται στον ενταφιασμό του: Εντάφια σκεύη. 3. που βρίσκεται στον τάφο: Όλη μαύρη μυρμηγκιάζει η εντάφια συντροφιά (Δ. Σολωμός). 4. που… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τέρχνος — και τρέχνος, εος, τὸ, Α 1. νεαρός βλαστός, βλαστάρι 2. στον πληθ. τέρχνεα (κατά τον Ησύχ.) «ἐντάφια». [ΕΤΥΜΟΛ. Σχηματισμός σε νος (πρβλ. ἔρ νος, κτῆ νος), άγνωστης ετυμολ. Η σημ. που αποδόθηκε στη λ. από τον Ησύχιο «τέρχνεα ἐντάφια» συνδέεται με… … Dictionary of Greek
μυρμηγκιάζω — και μερμηγκιάζω [μυρμήγκι] 1. γεμίζω από μυρμήγκια 2. είμαι ή γίνομαι πολύς, αυξάνομαι σε αριθμό, όπως τα μυρμήγκια («όλη μαύρη μυρμηγκιάζει, / μαύρη η εντάφια συντροφιά», Σολωμ.) 3. αισθάνομαι κνησμό, φαγούρα. 4. μουδιάζω … Dictionary of Greek
ταρφήεντα — Α (κατά τον Ησύχ.) «ἐντάφια τεφρώδη» … Dictionary of Greek
ταρφήϊα — Α (κατά τον Ησύχ.) «ἐντάφια» … Dictionary of Greek